αντιπαραγγελία

αντιπαραγγελία
η (Α ἀντιπαραγγελία)
νεοελλ.
1. νέα παραγγελία αντίθετη προς την προηγούμενη
2. παραγγελία που γίνεται σε συσχετισμό με άλλη
αρχ.
αντίπαλη υποψηφιότητα για δημόσιο αξίωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀντιπαραγγελίαν — ἀντιπαραγγελίᾱν , ἀντιπαραγγελία competition for a public office fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”